Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ  ΣΤΗΝ  ΚΕΡΚΥΡΑ

                       

Το ταξίδι μου κατέληξε εκεί, στον πιο όμορφο προορισμό.
Στην αριστουργηματική κοντέσα του Ιονίου Κέρκυρα,  που οπλισμένη  με το βενετσιάνικο απαράμιλλο οπτικό χάδι της, κουλουριάστηκε σε κάθε γωνιά των ματιών μου, που όντας πεισματάρικα δεν θέλησαν στιγμή να αποστραγγιστούν από την χάρη της.
Περπατώντας σιγά στα λιθόστρωτα πεζοδρόμια της, έτσι ώστε  να γεμίσω τις λιγοστές αποσκευές του μυαλού μου με τις επιβλητικές  αναμνήσεις της, προσπέρασα το διάσημο σε κάθε γωνιά του κόσμου μνημείο της, το Λιστόν, που όντας λουφαγμένο στο πλήθος των  αμέτρητων  επισκεπτών  από κάθε σημείο του πλανήτη, στεκόταν  αγέρωχα υπέρλαμπρο στην πλαϊνή πλέον κοφτή και  κλεφτή ματιά μου, εξουσιάζοντας σαν κατακτητής με μια εικόνα του  όλα τα περήφανα βλέμματα πάνω του.
Ενώπιον μου, καθώς τα βήματα μου λιγόστευαν και με προκαλούσαν να ακινητοποιηθώ για χάρη μίας ακόμη πινελιάς, ιδιοκτησίας  της παραμυθένιας ομορφιάς του νησιού, διαγράφηκε ένα ακόμη αξέχαστο κομμάτι της ιστορίας του, που γεμίζοντας με δέος ως προς την ακατέργαστη παρουσία του το ίνε μου, κατάφερε καθρεφτισμένο το ονομαστό παλαιό φρούριο της Πόλης  στις κόρες μου να με παγώσει σε μια γωνιά, έτσι ώστε αφημένη στα χέρια του να  γεμίσει το άγγιγμα των οπτικών ερεθισμάτων  μου με συναισθήματα, με σεβασμό ως προς την ιστορία του, με πληρότητα ως προς την καλλιτεχνία μιας άλλης  γεμάτο πνεύμα και όραμα εποχής, με τιμή που ύστερα από τόσα χρόνια επάξια στεκούμενο μπρος μου,  διατηρούσε και μαρτυρούσε το θαύμα και την μνήμη όλων όσων για την ασφάλεια του αγαπημένου τους νησιού προσφέρθηκαν  στην υλοποίηση της επιβλητικής ανέργεσης του.
Εκεί παρέμεινα.
Φουλάροντας τα κενά των σκέψεών μου με θεωρητικές υποθέσεις της τάξεως, το πώς και πόσο χρόνο χρειάστηκε η δημιουργία του.
Και ύστερα από λίγο πάλι εκείνη η γνωστή συντροφιά μου, η τόσο γεμάτη λόγια σιωπή.
Δίπλα μου, σαν να απολάμβανε και εκείνη το όνειρο που ζούσα τώρα εγώ.
Το απογευματιάτικο αγέρι έσκαγε αθόρυβα  πάνω μου, χτυπώντας  με μανία τα λιτά αφημένα μου μαλλιά, που σε συνδυασμό με τις έντονες χρυσές και πορφυρές  ακτίνες του ηλιοβασιλέματος,  αποτύπωναν ιδέες και  εμπνεύσεις στο καλεσμένο του χώρου, έναν ξένο ζωγράφο που προσπαθούσε να αποτελειώσει την δημιουργία του.
Και όσο το αγέρι δυνάμωνε σε κάθε βήμα μου, μη ευνοώντας τις προθέσεις μου, που επεκτείνονταν στο να εξερευνήσω  με θάρρος την κορυφή του φρουρίου, μια παρουσία βρέθηκε να με σιγοντάρει και από το πουθενά να περπατάει σχεδόν δίπλα μου.
Ξαφνιασμένη από την κίνηση  της λεπτεπίλεπτης ηλικιωμένης  φινετσάτης κυρίας που πλέον γέμιζε το οπτικό μου πεδίο, για λίγο σιώπησα.
Μη αφήνοντας μου περιθώρια, σήκωσε αμίλητη το χέρι και μου έδειξε το φάρο που στόλιζε το τέρμα του μνημείου, ο οποίος στην δεύτερη πιο εξεταστική μου ματιά,  έδωσε περισσότερα στοιχεία της εν λόγω  ύπαρξης του, όντας σχεδόν ενσωματωμένος στα τείχη του κάστρου και έχοντας ύψος με ένα βιαστικό προφορικό υπολογισμό, γύρω στα 8 μέτρα.
Η άγνωστη κυρία τότε έκατσε σε έναν παγκάκι, δίπλα από ένα μνημειακό κανόνι και άρχισε να εξιστορεί σε μένα την ιστορία του στο πέρασμα του χρόνου, την καταστροφή από τους εχθρούς του νησιού αλλα και την επαναλειτουργία του.
Εκεί όμως που μάθαινα καινούργια στοιχεία και άγραφα τμήματα του χρόνου, που οι χάρτες  και η ιστορία δεν διαθέτει στην κατοχή της, όπως μικρές λεπτομέρειες χαραγμένες σημαντικές  ίσως και ασήμαντες για κάποιον που υπολείπετε της φαντασίας, μια φράση  στα βυθισμένα  νοσταλγικά λόγια της μου τράβηξε την περιέργεια.
Ο φάρος της αγάπης.
 Πριν προλάβω να ρωτήσω περαιτέρω, βλέποντας και η ίδια πως παραξενεύτηκα από αυτή την δήλωση της, άρχισε οικειοθελώς να μου εξιστορεί ένα άλλο είδος διαφορετικής ιστορίας από τα συνηθισμένα.
Σαν να μου μιλούσε για κομμάτι από το δικό της προσωπικό παρελθόν.
Ο φάρος της αγάπης λοιπόν σύμφωνα με τα λεγόμενα της, ονομάστηκε έτσι, διότι οι κοντεσίνες της περασμένης εποχής τον επισκέπτονταν σχεδόν κάθε μέρα εξερευνώντας το τότε απροσπέλαστο πέλαγος, με την ελπίδα να δουν από μακριά με τις βάρκες και τα πλοία, τους αγαπημένους τους  να επιστρέφουν από τον πόλεμο και ύστερα  με την λήξη του από τα επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν  μέσω της θάλασσας.
Για χρόνια ολόκληρα αμέτρητες γενιές κοντεσίνων και απλών γυναικών κάθε τάξεως, γέμιζε την  πέτρινη θώρια του.
Χαρακτηριστικά οι γυναίκες με το ηλιοβασίλεμα συντροφιά  και συνοδοιπόρο στην προσπάθεια τους,  ανέμιζαν  με ζήλο κόντρα στο ανεμώδες πνεύμα του καιρού, ένα λευκό μαντήλι, έχοντας στο μυαλό τους την ψευδαίσθηση ως σημείο ελπίδας και παρηγοριάς, ότι οι αγαπημένοι τους θα το δουν και θα αναπτερωθούν ενάντια στα αγριεμένα κύματα, έτσι ώστε να μπαρκάρουν και πάλι στην αγκαλιά τους.
Πολλοί γύρισαν , μα και άλλοι τόσοι ποτέ.
Μα ο φάρος της αγάπης  που σύνδεε την προσμονή των γυναικών με την λαχτάρα εκείνων που έλειπαν, είχε κάτι μαγικό.
Μπορεί να απογοήτευε καμιά φορά τις γυναίκες η άσκοπη αδειανή ματιά τους στο πέλαγος, όμως δυνάμωνε τα συναισθήματα τους κάθε μέρα όλο και πολύ, σαν φωτιά που πύρωνε με σίδερα τις ψυχές τους στο όνομα και σε όλη την σημασία αυτής της λέξης.
Κάποιες ευτυχούσαν  με αυτό, κάποιες άλλες όχι.
Καμία όμως δεν έμενε κενή μέσα της.
Μια πινελιά πάντα στόλιζε τα πρόσωπα τους με αισιοδοξία.
Ανάμεσα τους και εκείνη.
Η Σοφία.
Χρόνια ολόκληρα καρτερούσε πίσω από την πέτρινη υπεροχή του φάρου τον αγαπημένο της.
Είχε χαθεί στην θάλασσα, όμως η ελπίδα ριζωμένη βαθιά μέσα της είχε γίνει ένα με την ψευδαίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή από μέρα σε μέρα θα γυρνούσε.
Για αυτό ποτέ δεν σταμάτησε  να τον επισκέπτεται καθημερινώς, και ανελλιπώς.
« Όπως τώρα» είπε και σηκώθηκε  απομακρύνοντας το γερασμένο κορμί της  λίγα μέτρα από μένα
« όπως για πάντα. Γιατί αυτό το νησί, κάτω από κάθε πέτρα, βότσαλο, κύμα, κρύβει μια ιστορία.
Αυτή είναι η μαγεία του.
Αυτή ( δείχνοντας τον φάρο) είναι η δική μου.»

Έφυγα για να εξερευνήσω έχοντας κρεμάμενα  στα χείλη μου τα λόγια της σαν ένα ακόμη παραμύθι, όσο γλυκόπικρό και να ήταν για την όμορφη Κέρκυρα.
Μα πριν περάσω την κεντρική πύλη του παλαιού φρουρίου, η μάτια μου στολίστηκε  καρφωμένη για τελευταία φορά από την χάρη της.
Και η ιστορία βάλθηκε να επαναλαμβάνεται  και να ζωντανεύει μπρος μου για άλλη μια φορά, βλέποντας την να αρμενίζει με χάρη και νοσταλγία και με ένα χαμόγελο το λευκό της μαντήλι.
Σαν να την φαντάστηκα νέα κοπέλα, πιο ψηλή, πιο φρέσκια.
Είχε τόσο δίκιο.
Όντως η μαγεία της Κέρκυρας κρύβεται πίσω από ένα βράχο, από ένα βότσαλο, από ένα κύμα…
Από ένα μαντήλι που αρμενίζει, κάπου εκεί στο φάρο της αγάπης.

Ραφαέλλα Άννα Μπούχλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο